- τύρφη
- Τύπος άνθρακα ο οποίος προέρχεται από την αργή εξαλλοίωση φυτικών τμημάτων, που συγκεντρώνονται σε τεράστιες μάζες, αποτελώντας ποανθρακωρυχεία ή τεναγώδη κοιτάσματα παλαιάς σύστασης. Η τ. εμφανίζεται με μορφή σπογγώδη και ινώδη και είναι ένα ελαφρό και μαλακό υλικό, χρώματος καφέ σκούρου, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο και ως μονωτικό και επίσης για την καλλιέργεια ορισμένων φυτικών ειδών. Η τ. είναι ένα απολιθωμένο υλικό φυτικής προέλευσης, πιο πρόσφατο όμως και, γι’ αυτό, λιγότερο πλούσιο σε άνθρακα από τους άλλους, παλαιότερους άνθρακες. Εκτός από τον πυθμένα των λιμνών και τα τενάγη, άφθονες είναι οι αποθέσεις τ. και στη θάλασσα, σε δασικές εκτάσεις, σε λειμώνες και σε χέρσα εδάφη. Πρόκειται πάντα για φυτικές συγκεντρώσεις, που έχουν μετασχηματιστεί με την παρέμβαση, μέσα στο χρόνο, διεργασιών αργής, μερικής εξανθράκωσης, που οφείλεται στη φάση χημικών και βιολογικών παραγόντων.
Τα τυρφωρυχεία ή τα κοιτάσματα της τ. διακρίνονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με τη φύση, την ηλικία και τη διαμόρφωσή τους.
Στην Ελλάδα αξιόλογα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα τ. βρίσκονται στους Φιλίππους, στον νομό Καβάλας.
* * *η, Νγεωλ. οργανικό καύσιμο, που αποτελείται από ένα ελαφρό σπογγώδες υλικό σχηματιζόμενο κυρίως σε εύκρατα υγρά περιβάλλοντα από τη συσσώρευση και τη μερική αποσύνθεση τών φυτικών υπολειμμάτων σε συνθήκες ελλιπούς αποστράγγισης, αλλ. ποάνθρακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turf «χλόη»].
Dictionary of Greek. 2013.